φούσκισμα

φούσκισμα
το удобрение перегноем

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φούσκισμα" в других словарях:

  • φούσκισμα — το, Ν [φουσκίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φουσκίζω, η λίπανση τού εδάφους με φουσκί …   Dictionary of Greek

  • φούσκισμα — το, ατος λίπανση της γης με φουσκί (βλ. λ.), με κοπρόχωμα, κόπρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»